Δεν θα κάναμε ποτέ αυτό που κάνουμε με την ίδια λαχτάρα, αν οι λέξεις δεν είχαν κάτι να μας πουν. Η κάθε λέξη εκεί έξω, σε κάθε γραμμένο βιβλίο, σε κάθε δημοσιευμένο κείμενο. Η περίπτωση του Ernest Hemingway, είναι από εκείνες που άφησαν το αποτύπωμά τους στην παγκόσμια λογοτεχνία επειδή είχαν πρώτα να πουν κάτι για εμάς τους ίδιους. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι η γλαφυρή αφήγηση.

Η ιδιαίτερη καύλα των λέξεων που ξέρει να σου κάνει έρωτα με έναν τόσο μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο. Και που ενίοτε σου θυμίζει τι είναι αυτή η ρημάδα η ζωή και τι καλείσαι να αντιμετωπίσεις σε αυτή. «Ο Γέρος και η Θάλασσα»είναι ένα τέτοιο βιβλίο και δημοσιεύτηκε μία ζεστή μέρα του Αυγούστου το 1952.

Η πρώτη κριτική του βιβλίου έγινε μερικές ημέρες μετά την κυκλοφορία του, στις 28 Αυγούστου από τους New York Times και τον θρυλικό κριτικό Orville Prescott.  Αν και η κριτική βιβλίων γινόταν πολύ διαφορετικά το 1952, οι περίπου 27.000 λέξεις της νουβέλας του Hemingway γοήτευσαν την κοινή γνώμη, του χάρισαν το βραβείο Πούλιτζερ ένα χρόνο μετά (1953), ενώ την επόμενη χρονιά κατάφερε να κερδίσει και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954). Σήμερα θα ακούσεις για εκείνο ότι θεωρείται ένα από τα πιο κλασσικά μυθιστορήματα εκεί έξω. Είναι όμως πολλά παραπάνω. Είναι ένα κείμενο για τον καθημερινό αδιάκοπο αγώνα για την ζωή.

Δεν σταματάει ο χρόνος επειδή απλά έτυχε κάτι δυσάρεστο. Κανείς δεν σου δίνει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη (σ.σ.: πέρα από τους φίλους προφανώς) για να σου πει να πάρεις τον χρόνο σου μέχρι να στρώσουν όλα. Όχι. Η ζωή σε χτυπάει αλύπητα και όταν πέφτεις δεν σου δίνει το χέρι για να σε σηκώσει. Όλα συνεχίζουν να τρέχουν. Ενοίκια. Λογαριασμοί. Τράπεζες. Είναι ο καρχαρίας που κοιτάζει να σου κόψει το ψάρι σε χίλια δύο κομμάτια και να σε αφήσει με το κόκαλο. Και εκεί καλείσαι να δείξεις πόσο καλός ψαράς είσαι.

«Ο Γέρος και η Θάλασσα», είναι αυτό το βιβλίο που σου θυμίζει ότι το πιο σημαντικό, είναι να έχεις άλλη μία μέρα να παλέψεις. Όσο υπάρχουν μέρες υπάρχει και ελπίδα. Μπορεί όλο αυτό να ακούγεται σαν εκείνα τα χαζά βιβλία αυτοβελτίωσης, όμως αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια. Και παρουσιάστηκε μέσα από αυτό το υπέροχο και τόσο ρεαλιστικά σοφό βιβλίο, σε μία απλή καθημερινή ιστορία. Την δική μας ιστορία. Σφίγγεις τα δόντια και ελπίζεις πως θα έχεις τον χρόνο να ξαποστάσεις έστω και κουρασμένος σε μία παραλία πριν την επόμενη μάχη.

«Τα σαγόνια του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά δαγκώνοντας το αγκίστρι με γρήγορες δαγκωματιές και χτυπούσε στον πάτο της βάρκας με το μακρόστενο επίπεδο κορμί του, με την ουρά και με το κεφάλι του, ωσότου ο γέρος του κοπάνισε μια με το στειλιάρι στο λαμπερό χρυσό κεφάλι. Εκείνο σπάραξε ακόμα μια φορά κι έμεινε ασάλευτο» – Ernest Hemingway.