Μαχάτμα Γκάντι (1869 – 1948)

«Ένας δειλός είναι ανίκανος να δείξει αγάπη. Αυτό είναι προνόμιο των γενναίων»

Ινδός πνευματικός ηγέτης και πολιτικός, η επιρροή του οποίου ξεπέρασε τα όρια της χώρας του. Θεωρείται ο πατέρας του Ινδικού εθνικισμού και ο κήρυκας της μη βίας στον 20ο αιώνα

«Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη»

Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 στο Πορμπαντάρ της υπό αγγλική κυριαρχία Ινδικής επαρχίας Γκουτζαράτ. Είναι γνωστός ως «Μαχάτμα» («Μεγάλη Ψυχή» στα σανσκριτικά), χαρακτηρισμό που φέρεται να του απέδωσε το 1915 ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής και στοχαστής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.

Οι οικογενειακές αρχές της χορτοφαγίας, του μη τραυματισμού οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού, της νηστείας ως μεθόδου αυτοκάθαρσης και της ανοχής προς το διαφορετικό, επηρέασαν βαθιά τον Γκάντι. Δεν τον εμπόδισαν, όμως, να κηρύξει τη δική του επανάσταση όταν ήταν έφηβος. Πέρασε μία περίοδο κατά την οποία δήλωνε άθεος, επιδιδόταν σε μικροκλοπές, κάπνιζε κρυφά και – το χειρότερο – έτρωγε κρέας. Οι γονείς του τον πάντρεψαν 13 ετών με ένα ακόμη μικρότερο κορίτσι, την Καστουρμπάι.

Ο Γκάντι στη Νότια Αφρική το 1895.

Όταν τελείωσε το σχολείο, η οικογένειά του αποφάσισε να τον στείλει στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά. Στην Αγγλία, την οποία φανταζόταν ως «χώρα φιλοσόφων και ποιητών, το ίδιο το κέντρο του πολιτισμού», αγωνίστηκε σκληρά για να προσαρμοστεί στον δυτικό τρόπο ζωής. Η χορτοφαγία του γινόταν συχνά αντικείμενο χλευασμού από τους συμφοιτητές του, αλλά το ότι αναγκαζόταν να υπερασπίζεται τις αξίες του τον έκανε να βγει από το καβούκι του και να αποκτήσει μαχητικότητα. Έγινε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Συλλόγου Χορτοφάγων του Λονδίνου, στην οποία ανήκε και ο θεατρικός συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, συμμετείχε στις συνεδριάσεις τους και αρθρογραφούσε στο περιοδικό τους. Γνώρισε δυναμικούς άνδρες και γυναίκες, που τον μύησαν στη Βίβλο και την Μπαγκαβατγκίτα (Bhagavadgita), την πιο εκλαϊκευμένη έκφραση του ινδουϊσμού.

Επί πολλά χρόνια, αγωνίστηκε υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδών μεταναστών στη Νότια Αφρική και εμπνεύστηκε την πολιτική της μη βίας ως μέσο αντίστασης στους καταπιεστές. Όπως, όμως, αναφέρουν οι βιογράφοι του, «αυτά που έκανε εκείνος για τη Νότια Αφρική ήταν λιγότερο σημαντικά απ’ ό,τι έκανε η Νότια Αφρική για εκείνον». Εκεί μετατράπηκε από δικηγόρος σε πολιτικό ηγέτη.

Το 1915 επέστρεψε στην Ινδία και δεν έφυγε ξανά από τη χώρα του, εκτός από ένα σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη το 1931. Στην αρχή κράτησε χαμηλό προφίλ, αλλά ως το 1920 είχε γίνει η κυριότερη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας. Επί των ημερών του το Ινδικό Εθνικό Κόμμα του Κογκρέσου έγινε μια μαζική πολιτική οργάνωση, που άπλωνε τις ρίζες της σε κάθε πόλη και χωριό της Ινδίας. Το μήνυμα του Γκάντι ήταν απλό: δεν την κρατούσαν υπόδουλη τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών.

Ο Γκάντι το 1931

Ο Γκάντι έγινε κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Η στάση των Βρετανών απέναντί του ήταν ένα κράμα θαυμασμού, θυμηδίας, αμηχανίας, καχυποψίας και μνησικακίας. Τα ίδια συναισθήματα έτρεφαν και αρκετοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Όσο, όμως, οι Ινδοί συνειδητοποιούσαν ότι μπορούσαν να αντισταθούν στη Μεγάλη Βρετανία, τόσο αυξανόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της αχανούς χώρας, τους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.

Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας. Συγχρόνως, δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας.

Το αποτέλεσμα ήταν να τον μισήσουν και οι δύο. Στις 30 Ιανουαρίου 1948, ενώ ο Γκάντι κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί, δολοφονήθηκε από τον 39χρονο φανατικό ινδουιστή Νατουράμ Γκότσε, αυτός ο υπέρμαχος της μη βίας.

Ο Γκάντι με πολιτική και πνευματική στάση του πυροδότησε τρεις από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα: την επανάσταση κατά της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων και της βίας. Μεταξύ των προσωπικοτήτων που επηρεάστηκαν από τη δράση του αξίζει να αναφέρουμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις ΗΠΑ και τον Νέλσον Μαντέλα στη Νότιο Αφρική. Ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο οποίος έβλεπε στην πολιτική της μη βίας τού Γκάντι το πιθανό αντίδοτο στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου, και o σουηδός νομπελίστας οικονομολόγος Γκούναρ Μίρνταλ, που χαρακτηρίζει τον Γκάντι «φωτισμένο φιλελεύθερο σε όλα σχεδόν τα πεδία».