ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ – ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: «Το επίδομα ανασφάλιστων υπερηλίκων καταβάλλεται στους ομογενείς από την κυβέρνηση της ΝΔ με καθυστέρηση 3 ετών »

Από τις 10 Ιουνίου 2019 με το δεύτερο άρθρο του Νόμου 4618/2019 (ΦΕΚ Α 89/10.06.2019), ο οποίος θεσπίστηκε επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ρυθμίστηκε «το χορηγούμενο επίδομα ανασφάλιστων υπερηλίκων ομογενών».

Αυτό που έπρεπε να έχει γίνει στη συνέχεια ήταν η έκδοση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Εξωτερικών, προκειμένου να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες χορήγησης του εν λόγω επιδόματος στους ανωτέρω δικαιούχους.

Η εν λόγω ΚΥΑ υπ. αριθμ. 70982 (ΦΕΚΒ 4089) εκδόθηκε στις 30 Ιουλίου 2022 με καθυστέρηση πλέον των 3 ετών.

Επιπλέον όσον αφορά στην εθνική σύνταξη των ομογενών μας (από την Αλβανία, από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κλπ) παρά τις προεκλογικές και μετεκλογικές υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη ότι θα χορηγείται με ίσους όρους όπως στους Έλληνες πολίτες θα χορηγείται (αναδρομικά από 1/1/2022) ολόκληρη για τους ομογενείς μας που επαναπατρίστηκαν και έχουν συμπληρώσει 30 έτη παραμονής στην Ελλάδα. Για λιγότερα από 30 έτη διαμονής στη χώρα θα αποκόπτεται το 1/30ό της εθνικής σύνταξης που αναλογεί στα έτη ασφάλισης. Για την λήψη ολόκληρου του ποσού της εθνικής σύνταξης για αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν το 2023 θα απαιτούνται 31 έτη ασφάλισης, το 2024 απαιτούνται 32 έτη κ.ο.κ. Δηλαδή, παραμένει το όριο των 40 ετών ως προϋπόθεση λήψης της εθνικής σύνταξης για τις αιτήσεις από το 2032 και μετά.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επί 3 και πλέον έτη δεν εφάρμοσε τη διάταξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ του 2019, με την οποία προβλέπεται η απόδοση του πλήρους επιδόματος στους ανασφάλιστους υπερήλικες ομογενείς μας και επιπλέον κατά την ψήφιση του σχετικού Νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών το Μάρτιο του 2022, δεν έλαβε υπόψη την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για να γίνει αποδεκτή η δεκαπενταετία διαμονής ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της εθνικής σύνταξης των ομογενών.

Πρόκειται για δυο διατάξεις που παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης, έρχονται αφενός με μεγάλη καθυστέρηση και αφετέρου δε εξακολουθούν να παραμένουν εξαιρετικά ανεπαρκείς.